και κυλούσε αδιάφορα στο χώμα
όπως το δάκρυ της καρδιάς που αιμορραγεί
στο ρείθρο του απέναντι πεζοδρομίου.
Της καρδιάς που πάσχισε να αγαπήσει,
να δοθεί, απλόχερα χωρίς αντάλλαγμα
στο χρηματιστήριο ανόμοιων αξιών.
Κρυμμένος πίσω απ’ το διάφανο τζάμι της σιωπής
χαμογελάς αμήχανα για να κρύψεις το φόβο ,
το φόβο της μοναξιάς που θανάσιμα σε τυλίγει.
Η βροχή επίμονη, μονότονη ραμφίζει το τζάμι,
το τζάμι που κρύφτηκες πίσω του απροστάτευτος
να φυλαχτείς από την οργή του δικού σου θυμού.