Η ανάσα κόβεται
το στήθος βαρύ, ασήκωτο
ένας πόνος
ένα σφίξιμο στην καρδιά
τα πρώτα συμπτώματα ασφυξίας
ο αέρας δεν φτάνει στα πνευμόνια
το οξυγόνο είδος εν ανεπαρκεία
κάθε βήμα ατέλειωτος Γολγοθάς.
Τα πόδια κόβονται,
προσπαθεί
να αναπνεύσει,
να προχωρήσει,
θέλει να φτάσει,
να κουρνιάσει
να μείνει μόνος με το πρόβλημά του
να αναμετρηθούν χωρίς μάρτυρες.
Μετέωρο το πόδι, στέκει άβουλο,
στο τελευταίο βήμα
το έδαφος να χάνεται
κάτω από τα πόδια του
βουλιάζει στο κενό
στροβιλίζεται με δύναμη σαν το νερό
που πέφτει σε καταβόθρα
πριν χαθεί στο χάος.
Απλώνει το χέρι
να πιαστεί από κάπου
έστω για λίγο ακόμα
να σταθεί όρθιος, να μη χαθεί στο χάος.
Ο φανοστάτης τον λούζει
με ένα κίτρινο αρρωστημένο φως
που μαζεύει τον κόσμο γύρω του,
όπως το ψοφίμι μαζεύει τις μύγες.
Τους ακούει να συζητούν δεν τους βλέπει,
δεν ξεχωρίζει τι λένε, μπορεί και να μην μιλούν
ίσως είναι ο άνεμος που τον ρωτά αν θέλει κάτι;
Όχι, όχι δεν υπάρχει ενδιαφέρον στη φωνή που ρωτάει
δεν είναι ο άνεμος αυτός που ρωτάει
από περιέργεια ρωτάει κάποιος
για να ξέρει τι να πει αν τύχει και έρθουν τα κανάλια
για να μπορεί να λέει μετά ότι ήταν επί τόπου.
Η κρίση σιγά σιγά υποχωρεί
κάνει τα λίγα βήματα που τον χωρίζουν από το κρεβάτι
περιμένει τον ύπνο να τον λυτρώσει
ίσως και να μην ξυπνήσει το πρωί
δεν έχει σημασία
αρκεί τώρα να κοιμηθεί.
Το αύριο μπορεί να περιμένει
το αύριο μπορεί να μην έρθει ποτέ
μα ποιος νοιάζεται τώρα για το αύριο…
.