Ξέφτισε το όνειρο και τα ξέφτια του
βρόχος γίνανε να με πνίξουν.
Μετρώ τις μέρες,
τα χρόνια που έφυγαν στη σιωπή.
Γέρασα κι ακόμα μετρώ....


.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

σαν έτοιμος από καιρό…

Ήρθες σαν άνεμος σαν καταιγίδα
φουρτουνιασμένη θάλασσα έτοιμη να με καταπιεί
και να με σύρει στα βαθιά τα ανήλιαγα σκοτάδια
που κατοικούνε μέδουσες κοράλλια και ανεμώνες.
Από το βράχο αρπάχτηκα γερά να κρατηθώ
και κοίταξα στον ουρανό βοήθεια να ζητήσω
κι τότε είδα τα μάτια σου να με κοιτούν γλυκά
κι αφέθηκα να σε κοιτώ και να προσμένω.
Η αλκυόνα που αυγά κλωσούσε στη φωλιά της
με κοίταξε κι αυτή μ' ένα γλυκό χαμόγελο
να μ ΄ ενθαρρύνει λες το φόβο να νικήσω.
Η άβυσσος χάσκει ακόμη εκεί σαν στόμα της κολάσεως
έτοιμη να με καταπιεί, μα δεν φοβάμαι πια,
σαν έτοιμος από καιρό σαν κολασμένος,
να σου παραδοθώ είμαι έτοιμος κι ας πάω κι εγώ χαμένος
Τα λόγια σου βάλσαμο καρδιάς που απανεμιά ζητούσε
σφιχτά δεμένα σαν κομπολόι από κεχριμπαρένιες χάντρες
πολύτιμα ανεκτίμητα δώρα ψυχής βαθιά μέσα μου για πάντα φυλαγμένα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τα απρόσμενα είναι τα καλύτερα... συνή8ως.
Αυτα μας ταξιδεύουν σε απάνεμα λιμάνια και γαληνεύουν τη ψυχή και το ανταριασμένο σώμα